διαθρεπτικός

διαθρεπτικός
-ή, -ό
1. ο σχετικός με τη διάθρεψη
2. αυτός που συντελεί στη διάθρεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διάθρεψις. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Ε. Δρακούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”